Τοποθέτηση του Νίκου Μαζιώτη σε εκδήλωση της Διεθνούς Κόκκινης Βοήθειας στη Ζυρίχη

Τοποθέτηση του Νίκου Μαζιώτη
σε εκδήλωση της Διεθνούς Κόκκινης Βοήθειας στη Ζυρίχη
για τα
100 χρόνια από τη Συνδιάσκεψη στο Τσίμερβαλντ
με θέμα: «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση»

(Πριν από 100 χρόνια, τον Σεπτέμβρη του 1915, στο Τσίμερβαλντ της Ελβετίας πραγματοποιήθηκε μια Συνδιάσκεψη που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην πορεία του διεθνούς εργατικού κινήματος. 38 αντιπρόσωποι από Σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης που διαφωνούσαν με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την υποταγή της Β’ Διεθνούς στο δόγμα του μιλιταρισμού και της υποστήριξης των εθνικών αστικών τάξεων, συναντήθηκαν για να καθορίσουν τη στάση τους απέναντι στη νέα πραγματικότητα που διαμορφωνόταν. Η Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ αποτέλεσε ένα αναγκαίο και σημαντικό βήμα στο χτίσιμο του διεθνούς επαναστατικού κύματος που ακολούθησε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και που οδήγησε στη νίκη της ρωσικής επανάστασης το 1917.)

Συντρόφισσες-οι, σας χαιρετώ από τις ελληνικές φυλακές. Το ζήτημα της επανάστασης γίνεται πιο επίκαιρο και επιτακτικό τα τελευταία χρόνια από τότε που έχει ξεσπάσει η παγκόσμια οικονομική κρίση.

Πριν το ξέσπασμα της κρίσης που χτύπησε το καπιταλιστικό κέντρο ζήσαμε σχεδόν 3 δεκαετίες συστημικού θριάμβου και «ευμάρειας», όπου ο νεοφιλελευθερισμός επέλαυνε ανεμπόδιστα, η παγκοσμιοποίηση βρισκόταν σε έξαρση μετά την πτώση των καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ το 1989-91, η Νέα Τάξη νικούσε στα πεδία των μαχών και οι απολογητές του συστήματος διακήρυτταν αλαζονικά το «τέλος της ιστορίας» λέγοντας ότι ο καπιταλισμός είναι το μόνο ρεαλιστικό και βιώσιμο σύστημα.

Και όλα αυτά βασίζονταν στην ήττα των παλιών επαναστατικών κινημάτων των δεκαετιών του 1970 και ’80, στην ήττα του δυτικοευρωπαϊκού αντάρτικου πόλης εκείνων των χρόνων, τις συνέπειες της οποίας βιώνουμε σήμερα. Έκτοτε, η έννοια της επανάστασης έχει εξοβελιστεί από τη Γηραιά Ήπειρο, την Ευρώπη, όπου τα εναλλακτικά κινήματα δεν βάζουν ως στόχο την καθολική ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους, την καταστροφή της κεντρικής εξουσίας –άλλωστε δεν υπάρχει η «καρδιά του κράτους» όπως έχει επικρατήσει να λέγεται– αλλά προωθούν αποσπασματικούς αγώνες ενάντια σε περιφερειακές δομές της εξουσίας, την αυτοοργάνωση σε τοπικό επίπεδο, την «υπαρξιστική επανάσταση» της καθημερινής ζωής, τη συνύπαρξη ουσιαστικά εναλλακτικών δομών αντιεξουσίας με το κράτος και την οικονομία της αγοράς. Σήμερα, που ο καπιταλισμός είναι αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας του, οφείλουμε να βάλουμε όχι σε θεωρητικό επίπεδο αλλά πρακτικά την προοπτική της επανάστασης.

Και σύμφωνα με την ιστορική εμπειρία και παράδοση, η επανάσταση δε γίνεται χωρίς προσφυγή στα όπλα. Η επανάσταση ισοδυναμεί με εμφύλιο πόλεμο και ένοπλο αγώνα και απαραίτητα προϋποθέτει για την επιτυχία της την ένοπλη κατάληψη των οχυρών του ταξικού εχθρού, εκεί όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις της εξουσίας, δηλαδή το αστικό κοινοβούλιο, η κεντρική τράπεζα, οι τράπεζες και φυσικά προϋποθέτει τον αφοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων του εχθρού, των σωμάτων ασφαλείας.

Ο Επαναστατικός Αγώνας από το 2009, μετά την εμπειρία της εξέγερσης της Αθήνας του Δεκέμβρη του 2008 και ενώ η Ελλάδα βυθιζόταν στην κρίση χρέους, προβλέποντας την εφαρμογή των πολιτικών που θα επέβαλε η υπερεθνική οικονομική ελίτ με συνταγές του ΔΝΤ, πράγμα που συνέβη ένα χρόνο μετά με την υπαγωγή της χώρας στο Μνημόνιο του 2010, δηλαδή την δανειακή σύμβαση με το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προτάσει την Κοινωνική Επανάσταση ως τη μόνη ρεαλιστική λύση απέναντι στην κρίση, τις αιτίες που την δημιούργησαν και στα τραγικά αποτελέσματά που έχει και υποστηρίζει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την επανάσταση είναι η ύπαρξη επαναστατικού κινήματος.

Η εμπειρία των τελευταίων 5 χρόνων στην Ελλάδα, με την εφαρμογή των Μνημονίων και των προγραμμάτων διάσωσης που στην πραγματικότητα αποτελούν πολιτικές κοινωνικής γενοκτονίας και εκκαθάρισης τμημάτων του πληθυσμού για να σωθεί το σύστημα, με αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς από αυτοκτονίες, ασθένειες, ελλείψεις βασικών αγαθών, χιλιάδες άστεγους και εκατομμύρια ανέργους και άπορους, αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο μεταρρύθμισης εντός του υπάρχοντος συστήματος προς όφελος των φτωχών και των εργαζομένων.

Η μεταρρύθμιση του συστήματος είναι κάτι το ανέφικτο και ουτοπικό ενώ η ρεαλιστική λύση είναι η ανατροπή του καπιταλισμού και του κράτους, δηλαδή η επανάσταση. Στην Ελλάδα, μόλις πρόσφατα, με την εμπειρία της διακυβέρνησης του αριστερού κόμματος Σύριζα, αποδείχτηκε το ανέφικτο της εφαρμογής μιας πολιτικής μεταρρύθμισης, διαφορετικής από αυτής των Μνημονίων που αποσκοπούσε στην κρατική παρέμβαση στην οικονομία και στην προστασία των φτωχών και των κοινωνικά αδύναμων.

Μόλις πρόσφατα, η αριστερή κυβέρνηση Σύριζα ψήφισε το 3ο Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2015 ευθυγραμμιζόμενη πλήρως με τις απαιτήσεις των δανειστών.

Η μετατροπή του Σύριζα από ένα κόμμα που υποσχόταν ένα σοσιαλδημοκρατικό κεϊνσιανιστικό πρόγραμμα κρατικής παρέμβασης στην οικονομία σε ένα αμιγώς νεοφιλελεύθερο κόμμα, ήταν κάτι που ο Επαναστατικός Αγώνας είχε προβλέψει ένα σχεδόν χρόνο πριν ο Σύριζα γίνει κυβέρνηση στην προκήρυξη με την οποία ανέλαβε την ευθύνη για την τελευταία επίθεση του στις 10 Απριλίου 2014 σε κτίριο παράρτημα της Τράπεζας της Ελλάδος.

Αποδείχτηκε όπως έχουμε ισχυριστεί, ότι είναι ανέφικτο σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης η επιστροφή σε ένα μοντέλο που παρήκμασε και εξαφανίστηκε πριν 3 δεκαετίες περίπου, εννοώντας την σοσιαλδημοκρατία και το κράτος πρόνοιας. Αποδείχτηκε ότι είναι ανέφικτο για μια χώρα που είναι ενταγμένη στο καθεστώς του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και στις αγορές να θέτει περιορισμούς και όρια στην κίνηση των κεφαλαίων, να επιβάλλει προστατευτισμό, να φορολογεί τα κέρδη των κεφαλαίων όταν εδώ και δεκαετίες το κεφάλαιο έχει σπάσει τα εθνικά σύνορα και κινείται όπου θέλει. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο μεταρρύθμισης ενός συστήματος που εδώ και χρόνια αλλά ιδιαίτερα με αφορμή την κρίση τα τελευταία χρόνια επιβάλλει τον ολοκληρωτισμό και την δικτατορία των αγορών. Όμως παράλληλα με την δικτατορία των αγορών επιβάλλεται και ένας ολοκληρωτισμός σε πολιτικό επίπεδο αφού τα εθνικά κοινοβούλια έχουν χάσει τη δυνατότητα άσκησης μιας ανεξάρτητης εθνικής πολιτικής που είχαν την εποχή του κεϊνσιανισμού και της σοσιαλδημοκρατίας όταν ο καπιταλισμός διατηρούσε τα εθνικά χαρακτηριστικά του και έχουν μετατραπεί σε μαριονέτες και πιόνια των υπερεθνικών κέντρων εξουσίας, των Βρυξελλών, της Φραγκφούρτης, της Ουάσινγκτον, εκεί που εδρεύουν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Αυτό αποδείχτηκε και με την κυβέρνηση Σύριζα αφού παρά τους λεονταρισμούς και την «σκληρή διαπραγμάτευση» υποχώρησε ολοκληρωτικά στις απαιτήσεις των δανειστών ψηφίζοντας το 3ο κατά σειρά Μνημόνιο.

Ουσιαστικά βιώνουμε τον εξευτελισμό και την παρακμή του συστήματος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του αστικού κοινοβουλευτισμού, μια εξέλιξη μη αναστρέψιμη γιατί έτσι επιβάλλουν τα συμφέροντα των αγορών.

Το πόσο δεν δίνεται καθόλου σημασία στην λαϊκή βούληση το είδαμε ξεκάθαρα όταν η κυβέρνηση Σύριζα διοργάνωσε το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, όπου παρά το γεγονός ότι το 62% όσων πήγαν στο δημοψήφισμα απέρριψαν τις προτάσεις των δανειστών, ο Σύριζα ψήφισε ένα Μνημόνιο πολύ πιο σκληρό από τις προτάσεις που απέρριψε ο λαός.

Αποδεικνύεται αυτό που υποστηρίζουμε ως Επαναστατικός Αγώνας, ότι κανένα πολιτικό κόμμα δεν θέλει και δεν μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με τις αγορές και την υπερεθνική οικονομική ελίτ και καμία προσπάθεια μεταρρύθμισης δεν μπορεί να μετριάσει την επίθεση του κεφαλαίου. Μόνο η ρήξη, η ανατροπή, η επανάσταση είναι η λύση για τους λαούς.

Ο Επαναστατικός Αγώνας από το 2009 υποστηρίζει ότι η ίδια η οικονομική κρίση έχει διαμορφώσει τις κατάλληλες συνθήκες για μια επανάσταση στην Ελλάδα και όχι μονο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.

Αυτές οι αντικειμενικές συνθήκες συνίστανται στην απονομιμοποίηση και στην απαξίωση του οικονομικοπολιτικού συστήματος από μεγάλα κοινωνικά και λαϊκά κομμάτια.

Ούτε ο καπιταλισμός μπορεί να υποσχεθεί και να εξασφαλίσει πια ένα πιάτο φαΐ για εκατομμύρια ανθρώπους, ούτε ευκαιρίες για ανέλιξη όπως γινόταν τα προηγούμενα χρόνια, την περίοδο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης και της έξαρσης της παγκοσμιοποίησης –αντίθετα εξοντώνει μαζικά ανθρώπους για να σώσει τους ισχυρούς, τις τράπεζες και τις πολυεθνικές– ενώ ούτε η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι ικανή πια να υποσχεθεί και να εξασφαλίσει σεβασμό στη βούληση των ανθρώπων και των λαών.

Βιώνουμε ένα νέο φασισμό πολύ διαφορετικό, όμως, από τον φασισμό του μεσοπολέμου.

Ό,τι εγκλήματα διέπραττε ο καπιταλισμός για δεκαετίες στην περιφέρεια του συστήματος, στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο, τώρα τα διαπράττει στους λαούς του καπιταλιστικού κέντρου γιατί η κρίση έχει χτυπήσει το καπιταλιστικό κέντρο.

Στην Ελλάδα, η οποία έχει γίνει τα τελευταία 5 χρόνια ένα πειραματόζωο της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ με την εφαρμογή μιας πολιτικής κοινωνικής γενοκτονίας, η απονομιμοποίηση και η απαξίωση του συστήματος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του αστικού κοινοβουλευτισμού αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μεγάλα κοινωνικά κομμάτια απέχουν από τις εκλογικές αυταπάτες –στις 2 τελευταίες εκλογές του 2012 και του Ιανουαρίου του 2015 το ποσοστό αποχής ήταν 35% και 36,5% αντίστοιχα–, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα τελευταία 6 χρόνια έχουν γίνει 4 εκλογικές αναμετρήσεις συμπεριλαμβανομένων και της πρόσφατης στις 20 Σεπτεμβρίου 2015, ενώ καμία κυβέρνηση δεν διαθέτει αυτοδυναμία.

Στην πραγματικότητα, τα τελευταία 6 χρόνια το καθεστώς βρίσκεται σε μια κατάσταση μόνιμης πολιτικής αστάθειας. Η αποδοκιμασία του πολιτικού συστήματος και γενικότερα του καθεστώτος φάνηκε ιδιαίτερα την περίοδο του Α’ Μνημονίου, το 2010-2012, όπου υπήρξαν μεγάλες κοινωνικές και λαϊκές κοινητοποιήσεις, με ταραχές και συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, με χιλιάδες λαού να προσπαθούν επανειλημμένα να εισβάλλουν στο κοινοβούλιο.

Όμως αυτές οι κινητοποιήσεις είχαν αμυντικό χαρακτήρα χωρίς προοπτική ανατροπής με αποτέλεσμα να εξαντλήσουν τη δυναμική τους και να μην κατορθώσουν στο παραμικρό να φρενάρουν τη λαίλαπα των πολιτικών που υπαγορεύονταν από το Μνημόνιο.

Η αποτυχία αυτών των κινητοποιήσεων και το γεγονός ότι μετά το 2012 δεν υπήρξαν ανάλογες κινητοποιήσεις παρά το ότι ψηφίστηκαν 2 ακόμα Μνημόνια, οφείλεται στην απουσία μιας ανατρεπτικής και επαναστατικής προοπτικής, στην απουσία επαναστατικού κινήματος, ενός πολιτικοστρατιωτικού φορέα που θα εμπνεύσει ελπίδα και δύναμη στο λαό και στους προλετάριους, θα συσπειρώσει τα αγωνιζόμενα κομμάτια, θα έχει ξεκάθαρες και σαφείς προτάσεις για τον επαναστατικό κοινωνικό μετασχηματισμό και θα επιχειρήσει την ένοπλη επανάσταση, την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους.

Ενώ, λοιπόν, στην Ελλάδα έχουν διαμορφωθεί οι αντικειμενικές συνθήκες για την επανάσταση, απουσιάζει προς το παρόν εντελώς ο υποκειμενικός παράγοντας, ένα επαναστατικό κίνημα με την ατσαλένια θέληση να επιχειρήσει την ανατροπή.

Αφενός η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, η υπονόμευση του αισθήματος της κοινωνικής αλληλεγγύης και η επικράτηση μιας ατομικίστικης κουλτούρας που είναι αποτέλεσμα της μακροχρόνιας νεοφιλελεύθερης επέλασης των τελευταίων δεκαετιών –ο ατομικισμός άλλωστε είναι η ιδεολογία του καπιταλισμού–, η απουσία ταξικής συνείδησης και αφετέρου ο εναλλακτισμός των κινημάτων, η αποπολιτικοποίηση, η επικράτηση ατομικιστικών υπαρξιστικών αντιλήψεων όπου κράτος και κοινωνία εξομοιώνονται με αποτέλεσμα την αδυναμία προτάσεων για την υπέρβαση του υφιστάμενου κοινωνικοπολιτικού και οικονομικού καθεστώτος, είναι ένα μωσαϊκό παραγόντων που στον δυτικό κόσμο δυσκολεύουν προς το παρόν την διαμόρφωση ενός επαναστατικού ρεύματος που θα επιχειρήσει την καθολική ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους.

Όμως, σκοπός των επαναστατών είναι να δρούνε για την ανατροπή των δυσμενών συνθηκών και για την διαμόρφωση εκείνων που θα φέρουν πιο κοντά την προοπτική της επανάστασης.

Συντρόφισσες-οι, σήμερα οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που επικρατούσαν την εποχή του Α’ παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού πολέμου όπου μια χούφτα επαναστάτες συναντήθηκαν στο Τσίμερβαλντ το 1915 θέτοντας το ζήτημα της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε επανάσταση και εμφύλιο πόλεμο, το οποίο έγινε πράξη το 1917 στη Ρωσία.

Σήμερα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, δεν υπάρχουν οι συνθήκες που οδήγησαν στις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις των αρχών του 20ου αιώνα και είχαν ως αποτέλεσμα 2 παγκόσμιους πολέμους. Η κρίση του 1929 ξεπεράστηκε από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο που είχε ως αποτέλεσμα την παρακμή των παλιών ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και την ανάδειξη των ΗΠΑ, ως της μοναδικής ιμπεριαλιστικής δύναμης που ηγείται έκτοτε του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, οι καπιταλιστικές τάξεις των προηγμένων βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης συνασπίστηκαν για να ξαναφτιάξουν το καπιταλιστικό οικοδόμημα αποφεύγοντας να επαναληφθούν οι αντιθέσεις εκείνες που οδήγησαν σε 2 παγκόσμιους πολέμους.

Η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας. Βέβαια οι αντιθέσεις, οι διαφωνίες και οι συγκρούσεις δεν λείπουν στο εσωτερικό του υπερεθνικού μπλοκ εξουσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα σήμερα στα χρόνια της σημερινής κρίσης, η οποία έχει υποσκάψει τα θεμέλια της Ένωσης. Είναι απίθανο με βάση τις σημερινές συνθήκες να υπάρξουν πολεμικές συγκρούσεις στην Ευρώπη ανάλογες μ’ αυτές των 2 παγκόσμιων πολέμων. Εκτός, βέβαια, αν διαλυθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η περίπτωση θα προέλθει από δύο πολύ διαφορετικούς και αντιθετικούς παράγοντες. Είτε από την επικράτηση των εθνικιστικών ακροδεξιών δυνάμεων που θέλουν την επαναφορά στο καθεστώς του έθνους-κράτους, είτε από την πρόκληση και επικράτηση κοινωνικών επαναστάσεων από τους λαούς της Ευρώπης στη βάση του διεθνισμού και της συναδέλφωσης των λαών, οι οποίοι θα καταστρέψουν τον καπιταλισμό και το κράτος. Αν έχουμε να διδαχτούμε κάτι από τις παλιές εμπειρίες του επαναστατικού κινήματος, όπως π.χ. από τους επαναστάτες του Τσίμερβαλντ, είναι η ατσαλένια θέληση να πάμε κόντρα στο ρεύμα της εποχής –στην περίπτωση εκείνη ήταν κόντρα στην προδοσία των σοσιαλιστικών κομμάτων που κάλεσαν τους λαούς να αλληλοσφαγούν το 1914– και να δράσουμε ακάματα για την επίτευξη της διεθνούς επανάστασης στην Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο.

Αν πριν 100 χρόνια, όταν μαινόταν ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος, η θέση μιας χούφτας επαναστατών ήταν η μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο και επανάσταση, σήμερα στην εποχή της παγκόσμιας συστημικής κρίσης όπου ο καπιταλισμός και η υπερεθνική οικονομική ελίτ διεξάγει με αφορμή την κρίση ένα σφοδρό ταξικό πόλεμο με οικονομικά, κυρίως, μέσα, εξοντώνοντας μαζικά ανθρώπους, στερώντας τους τα βασικά αγαθά, με τις κακουχίες, την πείνα, τις ασθένειες, τον οικονομικό μαρασμό, την φτώχεια, την εξαθλίωση ή αφήνοντας τους το περιθώριο να θέσουν οι ίδιοι τέρμα στη ζωή τους, η θέση μας σήμερα πρέπει να είναι, «πόλεμος στον πόλεμο των αφεντικών».

Και κατά την άποψή μου, αυτός ο πόλεμος πρέπει να είναι πραγματικός πόλεμος με ένοπλα μέσα και πυρά.

Μέχρι τώρα, ο σημερινός κοινωνικοταξικός πόλεμος είναι μονόπλευρος. Διεξάγεται από την τάξη των πλουσίων, από τους καπιταλιστές κατά των φτωχών.

Όπως έχει δηλώσει πολύ πριν την κρίση ο Αμερικανός χρηματιστής Γουόρεν Μπάφετ, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, «ναι, υπάρχει ταξικός πόλεμος, με τη μόνη διαφορά ότι αυτός ο πόλεμος διεξάγεται από τη δική μου τάξη, την τάξη των πλουσίων και τον κερδίζουμε αυτόν τον πόλεμο».

Αν κάτι είναι επιτακτικό στην εποχή μας είναι να αντιστρέψουμε την πορεία του ταξικού πολέμου, να ανταποδώσουμε τα πυρά, να ανταποδώσουν τον πόλεμο οι φτωχοί, οι εργαζόμενοι, η νεολαία κατά των πλουσίων και των καπιταλιστών. Να τους κάνουμε να πληρώσουν τα εγκλήματά τους. Η καταζητούμενη και επικηρυγμένη συντρόφισσα Πόλα Ρούπα, μέλος του Επαναστατικού Αγώνα, με αφορμή την επικείμενη ψήφιση του 3ου Μνημονίου από την κυβέρνηση Σύριζα μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, έχει θέσει το δίλημμα του καιρού μας:

« Ο Επαναστατικός Αγώνας εδώ και χρόνια φωνάζει πως μόνη διέξοδος από την κρίση είναι η κοινωνική επανάσταση. Δεδομένων των άγριων κοινωνικών συνθηκών που πρόκειται να διαμορφωθούν και της κοινωνικής γενοκτονίας που γενικεύεται, είναι ώρα το σύνθημα να τροποποιηθεί:

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ »

Νίκος Μαζιώτης, μέλος του Επαναστατικού Αγώνα,
Φυλακές Κορυδαλλού.

Ακολουθούν οι ερωτήσεις που τέθηκαν στον σύντροφο Ν. Μαζιώτη κατά την διάρκεια της εκδήλωσης καθώς και οι απαντήσεις που έδωσε.

1) Στην ομιλία μας σήμερα αναζητάμε στο παρόν παρόμοια ζητήματα με αυτά που αναδύθηκαν στο Zimmerwald. Μία ομοιότητα μπορεί να είναι ότι η μεταρρυθμιστική επιλογή, πολιτική ή πιθανότητα, έχει εξαντλήσει πλέον τα όριά της, τόσο στην Ελλάδα του 2015 όσο και στην Ευρώπη του 1917. Το Γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα είχε αφήσει τον εαυτό του να ενσωματωθεί και είχε αποδεχτεί τα πιστεύω του πολέμου. Και σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ αφήνει τον ελληνικό λαό να υποταχθεί στην ΕΕ και στην Τρόικα. Εσύ τι πιστεύεις για τον παραλληλισμό της παρούσας κατάστασης στην Ελλάδα με την ιστορική συγκυρία στην Ευρώπη του 1917;

Είναι πολύ διαφορετικές οι συνθήκες που επικρατούσαν στην Ευρώπη το 1917 απ’ ό,τι σήμερα στην Ελλάδα του 2015 και γενικά στην Ευρώπη στη σημερινή περίοδο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Τότε υπήρχε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, ένας πόλεμος μεταξύ των κυριοτέρων ιμπεριαλιστικών κρατών με εκατομμύρια νεκρούς, ενώ τώρα υπάρχει ένας σφοδρός ταξικός πόλεμος που διεξάγεται με οικονομικά μέσα από την υπερεθνική οικονομική ελίτ, δηλαδή τον συνασπισμό των καπιταλιστικών τάξεων που στην Ευρώπη έχουν συγκροτήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση εναντίον των λαών και ιδιαίτερα εναντίον των λαών όπως ο ελληνικός που πλήττεται από την κρίση χρέους. Αν και υπάρχει μεγάλη διαφορά στις συνθήκες και στα γεγονότα αυτά, θα μπορούσε να υπάρχει ένας παραλληλισμός στο ότι οι επαναστάτες πρέπει να εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες που τους παρουσιάζονται, όταν δηλαδή το καθεστώς που πολεμούν ταλανίζεται από κρίση ή είναι αδύναμο. Το 1917 έγινε η επανάσταση στη Ρωσία, η οποία ήταν ως έναν βαθμό αποτέλεσμα της πολιτικής θέσης μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο και επανάσταση. Τη θέση αυτή διατύπωσαν μία χούφτα επαναστάτες στο Zimmerwald το 1915 κόντρα στην προδοσία των σοσιαλιστικών κομμάτων της εποχής που υποστήριξαν τα κράτη τους στη διεξαγωγή του πολέμου. Μετά τη Ρωσική Επανάσταση ακολούθησαν άλλες επαναστατικές απόπειρες και γεγονότα, στη Γερμανία από τους Σπαρτακιστές το 1918-19, στην Ουγγαρία το 1919, ενώ στην Ιταλία υπήρχε το κύμα των εργοστασιακών καταλήψεων του 1920. Σήμερα οι επαναστατικές δυνάμεις εφόσον υπάρχουν θα έπρεπε να εκμεταλλευτούν στην Ελλάδα τη συστημική κρίση, την απαξίωση και απονομιμοποίηση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος, τη μεγάλη δυσαρέσκεια και οργή που εκφράστηκε την περίοδο του πρώτου μνημονίου το 2010-12, αλλά και τώρα μετά την προδοσία και χρεωκοπία του ΣΥΡΙΖΑ που ψήφισε το τρίτο μνημόνιο και να δράσουν για την υπονόμευση και κατάρρευση του καθεστώτος αντιστρέφοντας τον ταξικό πόλεμο που διεξάγει η υπερεθνική οικονομική ελίτ εναντίον των φτωχών και του λαού. Αν το σύνθημα των επαναστατών του 1915 ήταν «Η μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε επανάσταση» σήμερα θα πρέπει να είναι «Πόλεμος στον πόλεμο των αφεντικών». Εφόσον δεν έχουμε εκμεταλλευτεί προς το παρόν αυτή την ευκαιρία ουσιαστικά ανοίγουμε τον δρόμο για την σταθεροποίηση του σύγχρονου ολοκληρωτισμού του συστήματος που επιβάλλεται με αφορμή την κρίση και περνάει μέσα από πολιτικές κοινωνικής γενοκτονίας πάνω από τα πτώματα χιλιάδων ανθρώπων. Για να κάνουμε έναν ιστορικό παραλληλισμό όπως ακριβώς η αποτυχία της γερμανικής επανάστασης άνοιξε τον δρόμο για την επικράτηση των ναζί το 1933, όπως ακριβώς η αποτυχία των γεγονότων στην Ουγγαρία άνοιξε τον δρόμο για το πραξικόπημα του 1920 και την εγκαθίδρυση του πρώτου φασιστικού κράτους στην Ευρώπη, όπως ακριβώς η αποτυχία του να μετεξελιχθεί σε επανάσταση στην Ιταλία το κύμα των εργοστασιακών καταλήψεων του 1920, οδήγησε στην άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία, έτσι και μέχρι στιγμής η αποτυχία του Αναρχικού-Αντιεξουσιαστικού χώρου και του ευρύτερου Αντικαπιταλιστικού στην Ελλάδα να εκμεταλλευτεί τις συνθήκες μετά το 2010 και να χαράξει μια δράση προς την κατεύθυνση της επαναστατικής προοπτικής οδηγεί στον ολοένα και αυξανόμενο ολοκληρωτισμό του συστήματος. Όμως τίποτα δεν έχει τελειώσει γιατί ο καπιταλισμός αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας του και αδυνατεί να την ξεπεράσει.

2) Οπωσδήποτε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε ποτέ επαναστατικό σκοπό ή πρόγραμμα. Όμως η ίδρυσή του ήταν η εκδήλωση μιας ευρύτερης κινητοποίησης/κινήματος από τα κάτω ή τουλάχιστον αποτέλεσμα μιας προηγούμενης ευρύτερης κινητοποίησης/κινήματος ανάμεσα στις μάζες. Με ποιον τρόπο οι επαναστατικές δυνάμεις επιχείρησαν να παρέμβουν σε αυτές και μαζί με αυτές τις κινητοποιήσεις/κινήματα; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δύναμη της μεταρρυθμιστικής πολιτικής από τη μια μεριά είναι και η αδυναμία του επαναστατικού κινήματος από την άλλη. Γιατί οι επαναστατικές δυνάμεις δεν ήταν ικανές να προωθήσουν ένα ευρύτερο κίνημα και αντίσταση ενάντια στην Τρόικα στα πλαίσια μιας πολιτικής μιας ριζοσπαστικής ρήξης με την καπιταλιστική κοινωνία;

Καταρχήν να διευκρινίσω ότι δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα. Ο όρος επαναστατικές δυνάμεις δεν αντιστοιχεί σε αυτό που υπάρχει σήμερα σε έναν Αναρχικό-Αντιεξουσιαστικό χώρο ή έναν ευρύτερο Αντικαπιταλιστικό χώρο που οι αναφορές του ήταν και εξακολουθούν να είναι η αμφισβήτηση ή η αντίσταση, η αλληλεγγύη στους κοινωνικούς αγώνες ή η εξέγερση όχι όμως η Επανάσταση. Ακόμη κι αν κάποιοι αναφέρονται στην Κοινωνική Επανάσταση δεν το εννοούν στην πραγματικότητα. Ο όρος επανάσταση σε πολλούς είναι μία λέξη κενού περιεχομένου. Ο Αναρχικός-Αντιεξουσιαστικός χώρος στην Ελλάδα έχει μεγάλο πολιτικό πρόβλημα. Στάθηκε σε έναν μεγάλο βαθμό ανίκανος να αναλύσει και να ερμηνεύσει τα χαρακτηριστικά της εποχής μας, να αντιληφθεί τη σημασία της καπιταλιστικής κρίσης που ξέσπασε μετά το 2007-08, να αντιληφθεί τις αιτίες και τις συνέπειές της, δηλαδή την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών μετά το 2010 και γι’ αυτό δεν μπόρεσε να δράσει ως καταλύτης σε όλη αυτήν την περίοδο, είτε στις μεγάλες κοινωνικές και λαϊκές κινητοποιήσεις του 2010-12, είτε σήμερα με τη χρεοκοπία της μεταρρυθμιστικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και να χαράξει μία δράση πραγματικά ανατρεπτική και επαναστατική. Για να απαντήσω, λοιπόν, και στα δύο σκέλη της ερώτησης, αφενός ακριβώς λόγω αυτών των πολιτικών αδυναμιών ο Αναρχικός-Αντιεξουσιαστικός χώρος δεν ξεπέρασε το επίπεδο των υπολοίπων κοινωνικών και λαϊκών μαζών που συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις καταστολής και επιχείρησαν επανειλημμένα να εισβάλλουν στο αστικό κοινοβούλιο στις μεγάλες κινητοποιήσεις του 2010-12, την περίοδο του πρώτου μνημονίου και αφετέρου λόγω ακριβώς των ίδιων πολιτικών αδυναμιών δεν μπόρεσε να οργανώσει ένα κίνημα, δεν έχει προτάσεις, ούτε πολιτικό πρόγραμμα, αδυνατεί να έχει κοινωνικό και λαϊκό έρεισμα και δεν βάζει το ζήτημα της επαναστατικής προοπτικής, της ανατροπής του κεφαλαίου και του κράτους. Αντίθετα, αρκετά από τα κομμάτια του Αναρχικού-Αντιεξουσιαστικού χώρου προσβλέπουν σ έναν εναλλακτισμό, δηλαδή σε δομές αντιεξουσίας που συνυπάρχουν με το καθεστώς, με το κράτος και την οικονομία της αγοράς και απαρνούνται την ευθεία σύγκρουση με την κεντρική εξουσία, το κράτος. Επίσης, υπήρξαν και κομμάτια που θεώρησαν και εξακολουθούν να θεωρούν θετικό το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση ευελπιστώντας σε άμβλυνση της κρατικής καταστολής. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που δεν αποτέλεσε σε καμία περίπτωση εκδήλωση ή αποτέλεσμα κάποιου κινήματος από τα κάτω, έτσι όπως το παρουσιάζεται, θέλησε να διαχειριστεί το αδιέξοδο των κοινωνικών και λαϊκών κινητοποιήσεων της περιόδου 2010-12, δηλαδή την ήττα τους και στα πλαίσια αυτά επιχείρησε έναν «διάλογο» με κομμάτια του Αναρχικού-Αντιεξουσιαστικού χώρου με σκοπό την αφομοίωσή τους, πράγμα που σε ορισμένους πέτυχε.

3) Κοιτάζοντας πίσω στο Zimmerwald, η προδοσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος φαίνεται να ήταν απαραίτητη ώστε όλες οι αυταπάτες για μεταρρυθμιστικές επιλογές να μπορέσουν να εξαφανιστούν. Αλλά η απαλλαγή απ’ τις αυταπάτες ίσως οδηγεί στην παραίτηση. Τι συνέπειες είχε η κατάρρευση της πρόσφατης ριζοσπαστικομεταρρυθμιστικής πολιτικής στη συνείδηση του ελληνικού λαού; Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι η πρόσφατη υποταγή στους καπιταλιστικούς «αντικειμενικούς περιορισμούς» μπορεί να οδηγήσει σε δύο κατευθύνσεις: Παραίτηση ή Συνειδητοποίηση για την αναγκαιότητα μιας ριζοσπαστικής ρήξης. Εσύ ερμηνεύεις την παρούσα κατάσταση ως ένα τέλος και ταυτόχρονα μια αρχή για ένα νέο στάδιο στα πλαίσια της επαναστατικής διαδικασίας; Ή μήπως οι επαναστατικές δυνάμεις πρέπει να ασχοληθούν με τα ίδια ζητήματα όπως και πριν;

Εκτιμώ ότι η κατάρρευση της μεταρρυθμιστικής σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και η μετατροπή του σ ένα αμιγώς νεοφιλελεύθερο κόμμα που ψήφισε το τρίτο μνημόνιο το οποίο υπαγορεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και εμφανίζεται μάλιστα ως ο πιο αξιόπιστος να εφαρμόσει τις εντολές της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ αυξάνει περισσότερο την απαξίωση και την αδιαφορία ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας για το πολιτικό σύστημα του αστικού κοινοβουλευτισμού και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και γενικότερα για το σύστημα. Αυτό εκφράστηκε στις πρόσφατες εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου, όπου το ποσοστό αποχής ήταν 43%, ένα ποσοστό ρεκόρ. Σχεδόν ένας στους δύο δεν πήγε να ψηφίσει γιατί υπάρχει η εκτίμηση ότι όλοι είναι το ίδιο, ψεύτες και απατεώνες και μαριονέτες των τραπεζών και των τοκογλύφων. Αυτό είναι καταρχήν θετικό, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει απαραίτητα υψηλός βαθμός πολιτικοποίησης ή συνειδητοποίησης σε όλους αυτούς που δεν πήγαν να ψηφίσουν. Όμως αυτή η απαξίωση του αστικού κοινοβουλευτισμού ανοίγει ευκαιρίες για όσους επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν αυτή την κατάσταση βάζοντας την προοπτική της ανατροπής και της επανάστασης. Από την άλλη μεριά, εφόσον δεν υπάρξει εκμετάλλευση αυτής της ευκαιρίας προς αυτήν την κατεύθυνση ελλοχεύει ο κίνδυνος να εισπράξουν μέρος της οργής και της δυσαρέσκειας οι παραδοσιακές φασιστικές δυνάμεις, όπως η Χρυσή Αυγή, πράγμα που έγινε ως ένα βαθμό μετά το 2012, όταν η Χρυσή Αυγή από ένα κόμμα του 1% μπήκε στη βουλή με ποσοστό κάτι λιγότερο από 7% και τώρα διατηρώντας τα ίδια ποσοστά έχει γίνει τρίτο κόμμα σε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, παρά το γεγονός ότι τα στελέχη της διώκονται ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης. Απαντώντας δε στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, δεν θεωρώ ότι έκλεισε κάποιος κύκλος κάποιας επαναστατικής διαδικασίας και ανοίγει κάποιος άλλος με τη χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ γιατί απλούστατα δεν υπήρξε καμία επαναστατική διαδικασία στην Ελλάδα σε επίπεδο μαζικό ή κινηματικό. Το ζήτημα που πρώτος έβαλε ο Επαναστατικός Αγώνας απ’ το 2009 και μετά να δημιουργηθεί ένα επαναστατικό κίνημα, ένας πολιτικοστρατιωτικός φορέας με ξεκάθαρους στόχους την Κοινωνική Επανάσταση, την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους κι όχι ένα συντονιστικό που άλλοι βάζουν ως μείζον ζήτημα τον αγώνα για το περιβάλλον, άλλοι την πατριαρχία ή τον αντισεξισμό, άλλοι την σύνδεση με τους κοινωνικούς αγώνες οι οποίοι έχουν σχεδόν εκλείψει και άλλοι την απελευθέρωση ή την εκμετάλλευση των ζώων, εξακολουθεί να παραμένει ένας στοίχημα που οφείλουμε να κερδίσουμε. Και μία τέτοια Επανάσταση, αν θέλουμε να μιλάμε όχι θεωρητικά, αλλά πρακτικά και ρεαλιστικά δεν μπορεί να γίνει αν ανάμεσα σε άλλες μορφές δράσης δεν συμπεριλαμβάνει απαραίτητα και την ένοπλη δράση, γιατί μόνο με την προσφυγή στον ένοπλο αγώνα θα καταστρέψουμε τον κρατικό μηχανισμό και θα απαλλοτριώσουμε την καπιταλιστική ιδιοκτησία.

4) Πώς εμφανίζεται το πολιτικό μέλλον στην Ελλάδα και σε ποιο πεδίο πρέπει οι επαναστατικές δυνάμεις να αναπτύξουν την πολιτική τους;

Το πολιτικό μέλλον στην Ελλάδα θα εξαρτηθεί από το αν θα υπάρξει αντίσταση στο τρίτο μνημόνιο. Πιστεύω ότι αν συγκροτούνταν οργανωμένες επαναστατικές δυνάμεις αυτήν την περίοδο στην Ελλάδα θα έπρεπε να εστιάσουν στην υπονόμευση και στο σαμποτάζ του τρίτου μνημονίου και γενικότερα των πολιτικών που επιβλήθηκαν από την υπερεθνική οικονομική ελίτ. Μια τέτοια δράση ασφαλώς θα ήταν πολύμορφη. Αφενός ο ένοπλος αγώνας, το αντάρτικο θα έχει καίριο ρόλο στο να κάνει τη χώρα ανασφαλή για τους επενδυτές με χτυπήματα σε δομές, εγκαταστάσεις, γραφεία και πρόσωπα του κεφαλαίου και του κρατικού μηχανισμού και αφετέρου άλλες δράσεις όπως προπαγάνδα, αντιπληροφόρηση, δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης σε κοινωνικά αδύνατους και ευάλωτους πληγέντες από τις πολιτικές που εφαρμόζονται, θα ήταν το πεδίο που θα έπρεπε να εστιάσει ένα επαναστατικό κίνημα.