[Ιρλανδία] Γιατί έγινα αναρχική

(καθολικά εθνίκια σε συλλαλητήριο κατά της έκτρωσης καλεσμένο απ’ τη φασιστική οργάνωση «Άμυνα Νεολαίας» στο Δουβλίνο τον Γενάρη του 2013)

Όπως έχει συμβεί και με τα περισσότερα συντρόφια μου, δεν ξύπνησα ξαφνικά μια μέρα κι ανακάλυψα πως είμαι αναρχική. Απεναντίας ήτανε μια βαθμιαία διαδικασία, που ξεκίνησε μέσω μιας αποφασιστικότητας να πολεμήσω το ρατσισμό, να αμφισβητήσω την πατριαρχία και να αμφιβάλω για την ύπαρξη ενός πανταχού παρόντος γέροντα με άσπρη γενειάδα.

Γεννήθηκα το 1987 από ρωσίδα μητέρα και γεωργιανό πατέρα στη Σιβηρία, τα τελευταία χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, και πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής μου ηλικίας ταξιδεύοντας συνεχώς μεταξύ Ρωσίας και Γεωργίας, αλλάζοντας διάφορες πόλεις και μπόλικα σχολεία, και γνωρίζοντας ανθρώπους που έσπευδαν με μεγάλη προθυμία να μου αποδείξουν πόσο καλύτερο έθνος ήτανε η Γεωργία σε σύγκριση με τη Ρωσία, και τούμπαλιν. Αυτό που πιότερο επηρέασε την ιδεολογία μου ήταν η απόφαση της οικογένειάς μου να μετακινηθούμε στην Ελλάδα, όπου γνώρισα πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους, και τα τελευταία χρόνια του σχολείου μαζί με φίλες και φίλους βάλθηκα να διαβάζω βιβλία για τον αθεϊσμό, το φεμινισμό και την αναρχία.

Οι λόγοι για τους οποίους θεωρώ πως είμαι αναρχική σχετίζονται με την πεποίθησή μου ότι κάθε ανθρώπινο ον, ανεξάρτητα από ιθαγένεια, φύλο, χρώμα, θρησκεία και τα όμοια, θα πρέπει να είναι σε θέση ν’ απολαμβάνει ίσα δικαιώματα σε κάθε μέρος του κόσμου – όπερ δεν ισχύει προφανώς τούτη τη στιγμή και δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ, εκτός κι αν γίνει κάτι για ν’ αλλάξει αυτό το πράγμα. Και ο λόγος για τον οποίο δε θεωρώ τον κρατικό κομμουνισμό ένα πολιτικό σύστημα που ν’ αξίζει τον κόπο να παλέψει κανείς γι’ αυτό είναι –χώρια που οποιαδήποτε μορφή ιεραρχίας είναι απαράδεκτη για μένα (ιδίως εκείνη που δεν παρέχει καμία απολύτως δυνατότητα να εκφράσει κανείς οποιαδήποτε διαφορετική σκέψη αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η κοινωνία)– το γεγονός ότι σε μια κομμουνιστική κοινωνία όπου ζήσανε οι γονείς μου, παρόλο που και οι δυο τους είχανε τις ίδιες ακριβώς υποχρεώσεις όσον αφορά τις εργατοώρες και τις συνθήκες δουλειάς τους, ο πατέρας μου απολάμβανε πολύ μεγαλύτερη ελευθερία στην καθημερινή του ζωή του απ’ ό,τι η μητέρα μου.

Ύστερα, ως μετανάστρια στην Ελλάδα, μια χώρα με πολυάριθμους μετανάστες και ακόμη περισσότερα προβλήματα, χρειάστηκε να μάθω να συνηθίζω στην ιδέα του να είμαι η «άλλη», δηλαδή ένας εύκολος στόχος στον οποίο φορτώνονται όλων των λογιών οι κατηγόριες από το κράτος, είτε μιλάμε για κόμματα της αριστερής πτέρυγας είτε για κόμματα της δεξιάς, καθώς και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που βάζανε πάντοτε τα δυνατά τους προκειμένου να δώσουν έμφαση στην εθνικότητα ενός διαρρήκτη εφόσον δεν ήταν η ελληνική. Σ’ εκείνη την κοινωνία ευτύχησα να συναντήσω άτομα για τα οποία η κατηγοριοποίηση των ανθρώπων ανάλογα με τη φυλή τους (μεταξύ άλλων) ήτανε απαράδεκτη, και ενώ βοηθάγαμε μετανάστες να μάθουν ελληνικά στο μεταναστευτικό σχολείο γλωσσών με το συμβολικό όνομα «Οδυσσέας», εμείς οι ίδιοι μαθαίναμε απ’ τους μαθητές και τις μαθήτριές μας κι ο ένας από τον άλλον πόσο ανούσιες και επιφανειακές είναι όλες τούτες οι κατηγοριοποιήσεις.

Τα τελευταία δυο χρόνια ζω στην Ιρλανδία όπου, πέραν του ρατσισμού και ταξικών ζητημάτων, για πολλούς ανθρώπους η ζωή μιας γυναίκας είναι μικρότερης αξίας από εκείνη ενός εμβρύου – κάτι που, μαζί με κάθε άλλο λιγότερο ή περισσότερο σημαντικό θέμα που βιώνω σε καθημερινή βάση, δυναμώνει ακόμα περισσότερο την πεποίθησή μου ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούνε οι άνθρωποι να ζήσουν σ’ έναν δικαιότερο κόσμο είναι να σταθούν αλληλέγγυοι αναμεταξύ τους και να αγωνιστούν για τα δικαιώματα του καθενός και της καθεμιάς, είτε πρόκειται για κάτι που μας αγγίζει άμεσα κάθε φορά είτε όχι.

Νεφέλη (Φθινόπωρο του 2013)