ΗΠΑ: John Zerzan, «Ακούσαμε ουρλιαχτά»

Ας υποθέσουμε πως δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει ξαναγίνει, συμπεριλαμβανομένων των πολλαπλών ανθρωποκτονιών. Αυτό όμως φαίνεται να ’ναι σύγχρονο φαινόμενο, που συνηθίζεται τώρα δα.

Το 1966 ήταν μια χρονιά ορόσημο για τα φονικά ξεσπάσματα, ένα έτος απότομης εκδήλωσης τέτοιων γεγονότων μπροστά από την εποχή του. Παρ’ ότι ο Τσαρλς Στάρκγουεδερ (Charles Starkweather) σκότωσε έντεκα άτομα στη Νεμπράσκα και στο Ουαϊόμινγκ το 1958, το ’66 ήταν το έτος που εισήγαγε τα μελλούμενα.

Εκείνη τη χρονιά ο Ρίτσαρντ Σπεκ (Richard Speck) μαχαίρωσε οκτώ εκπαιδευόμενες νοσηλεύτριες μέχρι θανάτου στον κοιτώνα τους στο Σικάγο. Την ίδια χρονιά ο Τσαρλς Ουίτμαν (Charles Whitman) άφησε πίσω του ένα σημείωμα αυτοκτονίας, σκαρφάλωσε ψηλά σ’ έναν ουρανοξύστη, στο λεγόμενο Τάουερ του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Ώστιν, και σκότωσε διά πυροβολισμών δεκατέσσερα άτομα.

Ύστερα από μια σχετική νηνεμία λίγων ετών, το 1983 οι πολλαπλοί πυροβολισμοί από χέρια υπαλλήλων της ταχυδρομικής υπηρεσίας των ΗΠΑ παρήγαγαν στην αμερικανική αργκό τη φράση «τα παίρνω ταχυδρομικά». Από τότε σημειώθηκαν 35 ανθρωποκτονίες σε έντεκα περιστατικά όπου εμπλέκονταν ταχυδρομικοί υπάλληλοι. Στο σταδιακά αυξανόμενο αριθμό φονικών σε χώρους εργασίας προστέθηκαν επίσης οι πυροβολισμοί σε γραφεία ημερησίων συναλλαγών στην Ατλάντα το 1999, με απολογισμό δεκατρείς νεκρούς.

Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 που ο όρος «σχολικό μακελειό» απέκτησε μια κοινή χρήση. Στο Σπρίνγκφηλντ του Όρεγκον το 1998 ο Κιπ Κίνκελ (Kip Kinkel) σκότωσε με τουφέκι τους γονείς του και στη συνέχεια άνοιξε πυρ εναντίον 24 συμμαθητών του στο γυμνάσιο-λύκειο του Θέρστον, τραυματίζοντας δύο εξ αυτών θανάσιμα. Πιο γνωστό είναι το συμβάν του 1999, όπου δύο αγόρια στο λύκειο του Κόλουμπαϊν κοντά στο Ντένβερ επέβαλαν φόρο αίματος δεκαπέντε ατόμων (συμπεριλαμβανομένων των ίδιων). Ακολούθησαν αρκετές ακόμη φονικές επιδρομές σε σχολεία, όπως και πυροβολισμοί σε εμπορικά κέντρα – για παράδειγμα, οι εννέα νεκροί σε εμπορικό κέντρο της Ομάχα στη Νεμπράσκα το 2007. Συνολικά 33 σκοτώθηκαν στο πολυτεχνείο της Βιρτζίνια το 2007, ενώ δώδεκα ήταν οι νεκροί απ’ την ένοπλη επίθεση στη στρατιωτική βάση του Φορτ Χουντ στο Τέξας το 2009, και παρόμοια περιστατικά εξακολούθησαν, σαν την πρόσφατη φρίκη που σκόρπισε ο αποκαλούμενος «Τζόκερ» στην προβολή της ταινίας του Μπάτμαν σε προάστιο του Ντένβερ στο Κολοράντο το καλοκαίρι του 2012, και μόλις αυτόν το μήνα (Δεκέμβρη του ’12) ήρθε η καταμέτρηση νεκρών σε δημοτικό σχολείο του Κοννέκτικατ.

Μία ακόμα πιο φρικιαστική τάση των τελευταίων ετών περιλαμβάνει οικογενειακές σφαγές από ένα γονέα.

Και η σιωπή σχετικά με τα –χρόνια πλέον– θανατερά ξεσπάσματα μιλάει εκκωφαντικά. Η παθολογία είναι πολύ κοντά στο ζήτημα της ίδιας της φύσης της σύγχρονης μαζικής κοινωνίας. Παρεμπιπτόντως, στοιχεία των ΗΠΑ ολοένα και επαναλαμβάνονται σε άλλες ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες. Προφανώς, όσο πιο τεχνολογική είναι η κοινωνία, τόσο πιο πιθανό είναι να γίνει μακελειό. Και τούτο γενικά προσπερνά τις πολιτισμικές διαφορές, υπογραμμίζοντας τη σημασία του τεχνολογικού παράγοντα.

Δεν μπορεί να λεχθεί πως η τεχνολογία είναι ο μόνος παράγοντας, ωστόσο σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με ό,τι πιστεύω πως αποτελεί τη ρεαλιστική πραγματικότητα πίσω απ’ αυτά τα φονικά, τα οποία ξεσπούν σχεδόν σε καθημερινή βάση: την εξαφάνιση της κοινότητας – της πρόσωπο με πρόσωπο κοινότητας. Όταν η κοινότητα έχει χαθεί, ή έχει περίπου εκλείψει, οτιδήποτε μπορεί να συμβεί – και οτιδήποτε πράγματι συμβαίνει.

Καθώς η κοινότητα κοντεύει να επέλθει σε σημείο αφανισμού, οι κοινωνικοί δεσμοί και η ανθρώπινη αλληλεγγύη ασφαλώς χάνονται. Μηδενιστικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένων των εν λόγω πυροβολισμών, είναι τα συμπτώματα της απομονωτικής κενότητας εντός της μαζικής κοινωνίας. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι;

Το αντίδοτο βρίσκεται στην εξεύρεση μιας βάσης για την ανανέωση της κοινότητας: στην απομάκρυνση από την τεχνοκρατούμενη έρημο μιας όλο και πιο μαζικοποιημένης και διασπαρμένης κοινωνίας. Δεν πρέπει να σκοντάψουμε επάνω σε ό,τι περνιέται για πολιτικός διάλογος, ένας λόγος που δεν απευθύνει σχεδόν τίποτα που να ’χει πραγματικό αποτέλεσμα. Το συνταρακτικό σκάνδαλο παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, κι έχει έρθει από καιρό η στιγμή να δούμε σε τι μετατρέπεται γοργά η κοινωνία και γιατί.

πηγή