[Χιλή] Το άστυ ως μεγάλη φυλακή

Η εξέγερσή μας για τη λευτεριά ας πυρπολήσει την πόλη

Ζωή στην πόλη είναι μυριάδες ανθρώπων που ’ναι μόνοι μαζί.
Χένρυ Ντέιβιντ Θορώ (1817-1862)

Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τις πόλεις ως το δομικό υποστύλωμα του πολιτισμού, ως τη βάση και το φυσικό πεδίο του θλιβερού πλαισίου της σύγχρονης ζωής. Από γεννησιμιού τους, και κατανοώντας τις ως τόπο μαζικού συνωστισμού ανθρώπινων ζώων σε ένα τεχνητό και τεχνολογικό περιβάλλον, οι πόλεις μετατράπηκαν στη μεγαλύτερη απειλή για το φυσικό κόσμο στον οποίο εισέβαλαν, δεδομένου ότι σε αυτές παράγονται αμέτρητες ποσότητες τεχνητών απορριμμάτων και αναπτύσσονται τρόποι ζωής που δεν κάνουν τίποτα παραπάνω απ’ το να καταστρέφουν και να επιμολύνουν την υποταγμένη φύση που τις περιβάλλει και από την οποία, αντιφατικά, εξαρτώνται για να ικανοποιήσουν τις ενεργειακές ανάγκες τους.

Αρχικά η πόλη γινόταν αντιληπτή ως ένα στρατιωτικό φρούριο με στόχο την υπεράσπιση συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων από πιθανές εχθρικές επιθέσεις κατόπιν της επιβολής του ανθρώπινου είδους επί της φύσης και της εξημέρωσής της μέσω της αγροκαλλιέργειας (μεθόδου που δε συμμεριζόμαστε και απ’ όπου θεωρούμε ότι παράγεται ορμητικά ο καπιταλισμός ενόσω χάνεται ο νομαδισμός και η ανταλλαγή). Αυτή η αντίληψη υποχώρησε όταν οι πόλεις ξεκίνησαν να επεκτείνονται σε νέα εδάφη, ως συνέπεια της συγκέντρωσης ανθρώπινων πληθυσμών στη βάση της διοικητικής, οικονομικής και θρησκευτικής κεντρικοποίησης που λάμβανε χώρα εντός τους. Έτσι, τα αστικά πεδία πλάτυναν και μετασχηματίστηκαν σε μεγάλες λεωφόρους και δευτερεύοντες οδούς, που ακολουθούσαν την τάξη που επέβαλλαν οι κυρίαρχοι για να διασφαλίζουν την κυκλοφορία των ατόμων στην υπηρεσία οικονομικών στόχων.

Όλα τα παραπάνω έθεσαν σε λειτουργία αυτό που σήμερα καταλαβαίνουμε ως πόλη, η οποία παρουσιάζεται ως η μοναδική εναλλακτική «ζωής» με το επιχείρημα ότι η επέκτασή της και η πλήρης ανάπτυξή της αποτελούν συνώνυμο της «προόδου», κάτι που δε θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια, αν πάρουμε για παράδειγμα την πόλη του Τόκιο λόγου χάρη: εκατομμύρια ανθρώπων που ζουν άσχημα ανάμεσα σε τεράστια κτήρια και αρρώστιες, παράγωγα του ακραίου συνωστισμού εντός του οποίου βρίσκονται. Αντίστοιχα παραδείγματα μας δείχνουν ότι μακράν του να αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική ζωής, η πόλη συνιστά τη μοναδική μορφή στην οποία θα μπορούσε να υπάρξει σε όλο του το εύρος το σύστημα της κυριαρχίας, εμφανιζόμενο από τη διοικητική κρατική εξουσία μέχρι την οικονομική εξουσία που αντικατοπτρίζεται στη δικτατορία του Κεφαλαίου.

Η πόλη δε μετατρέπεται μονάχα στο καλύτερο πλαίσιο κοινωνικής οργάνωσης για το σύστημα της κυριαρχίας και όσους το προωθούν –καταλαβαίνουμε ως τέτοιους την τάξη των επιχειρηματιών, των πολιτικών και των κληρικών–, αλλά επίσης γίνεται ο βασικός εχθρός μιας αληθινής ζωής εν ειρήνη, δίχως εξουσία, μιας και η πόλη εκτός του ότι απέχει από την άγρια ακυριάρχητη φύση, όπου προσδοκάμε να ζήσουμε ως ελευθεριακοί/-ές σε σύνδεση με τα πρωταρχικά ένστικτα της αγάπης και της αδελφοσύνης, καταλήγει να είναι μια μεγάλη φυλακή γεμάτη με κελιά και τείχη που εξυπηρετούν τη χάραξη της μεγαλύτερης απόστασης και του ευρύτερου δυνατού διαχωρισμού ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους που την κατοικούμε.

Με αυτόν τον τρόπο, η αλληλοβοήθεια, η αγάπη και η αλληλεγγύη καταλήγουν να είναι ιδέες εχθρικές και βίαιες για μια πόλη, αφού σε αυτήν το μόνο που καθοδηγεί τους πολίτες της (κι απορρίπτουμε την έννοια του πολίτη μετά βδελυγμίας) είναι τα συναισθήματα της απάθειας, του ατομισμού –με την κακή σημασία του όρου– και του μίσους ανάμεσα στους καταπιεσμένους. Πρόκειται για εκφάνσεις μιας σκατοζωής που μας έχει επιβάλει σαν σε σκλάβους η «κανονικότητα». Παρά τον ολοκληρωτικό συνωστισμό μέσα στον οποίο κατοικούμε σε όλες τις πόλεις, βιώνουμε εντούτοις κάθε μέρα μια εσωτερική μοναξιά λόγω των ανύπαρκτων κοινωνικών σχέσεων που παράγονται εντός τους.

Γιατί οι πόλεις εξυπηρετούν μονάχα την ύπαρξη της εξουσίας, της μοναξιάς και της εκμετάλλευσης, κι είναι καιρός να αναζητήσουμε κοινωνικές σχέσεις βασισμένες στην αγάπη και στην αλληλεγγύη που σπάνε και βιάζουν τα τείχη του αστικού πεδίου, και παρομοίως να ζωντανέψουμε ως λυσσασμένοι άγριοι τους εμπρησμούς ενάντια στις δομές των κυριάρχων που θέτουν σε λειτουργία μια πόλη. Ας μη φοβόμαστε τα ερείπια, γιατί μόνο καταστρέφοντας καθετί που μας καταπιέζει, μπορούμε να χτίσουμε κάτι και να πετάξουμε προς τη λευτεριά.

Γραμμένο από τον Πρωτόγονο Πέδρο

Δημοσιεύτηκε στο αναρχικό περιοδικό El Amanecer (τεύχος Οκτώβρη 2012) από το Τσιγιάν της Χιλής