Ρωσία: Νομική νίκη στο Νίζνι Νοβγκόροντ – Επανεξέταση της υπόθεσης που είχε κινηθεί ενάντια σε αντιφασίστες

Η πλαστή κάρτα μέλους στην ανύπαρκτη οργάνωση Antifa-Rash, ταυτότητα που φύτεψαν οι Αρχές εις βάρος του Ολέγκ Γκεμπάρουκ (από τα τεκμήρια του κατηγορητηρίου)

Ο αντιφασισμός είναι εκτός νόμου στο Νίζνι Νοβγκόροντ

Σε παλιότερο διεθνές κάλεσμα για συντονισμένες δράσεις αλληλεγγύης (16-18 Μάρτη 2012) αντιφασίστες/-ριες ανέφεραν πως τα τοπικά κλιμάκια της πολιτικής αστυνομίας έχουν κατασκευάσει μια ποινική υπόθεση ενάντια σε συντρόφους τους, εξηγώντας τα εξής:

«Πέντε νεαροί φίλοι μας έχουν κατηγορηθεί για σύσταση “εξτρεμιστικής κοινότητας” με το εξωτικό όνομα Antifa-Rash. Το περίεργο δεύτερο σκέλος συνοψίζει προφανώς όλους τους φόβους των συνήθων νομοταγών πολιτών, καθώς μεταφράστηκε απ’ τους αδαείς μπάτσους ως “Κόκκινη αναρχία των σκίνχεντ”. Στην πραγματικότητα, το ακρώνυμο (που οι Αρχές δεν έγραψαν καν με κεφαλαία) σημαίνει “Κόκκινοι και Αναρχικοί Σκίνχεντ”. Οι Αρτέμ Μπίστροφ, Άλμπερτ Γκαϊνούτντινοφ, Πάβελ Κριβόνοσοφ, Ντμίτρι Κόλεσοφ και Ολέγκ Γκεμπάρουκ φέρονται να έχουν συγκροτήσει την εν λόγω οργάνωση προκειμένου να πραγματώσουν επιθέσεις εναντίον ατόμων που ενστερνίζονται ακροδεξιές απόψεις και να υποκινήσουν το μίσος ενάντια σε ακροδεξιούς, αλλά και πλουσίους.

Στο ερώτημα γιατί υποστηρίζουμε πως η υπόθεση συνιστά απόλυτη σκευωρία, απαντάμε πως οι διαβόητες προσωπικές ταυτότητες, που υποτίθεται πως αποδεικνύουν ότι οι διωκόμενοι εμπλέκονται σε εξτρεμιστική οργάνωση, φυτεύτηκαν κατά τη διάρκεια των αστυνομικών ερευνών (στις οποίες διαπράχθηκε πληθώρα άλλων διαδικαστικών παραβιάσεων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος πως οι περισσότεροι απ’ τους κατηγορουμένους ήταν εντελώς απόντες από τα διαμερίσματά τους την ώρα των κατ’ οίκον ερευνών). Έτσι, όταν διεξήχθη η έρευνα στο διαμέρισμα ενός εκ των υπόπτων, ο οποίος δε βρισκόταν καν στο σπίτι του εκείνη την ώρα, οι επίσημοι αυτόπτες μάρτυρες (που υποχρεούνται να είναι παρόντες σε όλη τη διαδικασία, βάσει του ρωσικού νόμου) στέκονταν έξω από την κλειστή εξώπορτα του διαμερίσματος την ώρα που οι μπάτσοι, που είχαν μπουκάρει από ένα παράθυρο, έκαναν ό,τι ήθελαν μέσα στο άδειο σπίτι. Οι φυτεμένες ταυτότητες περιλαμβάνουν ένα χοντροκομμένο ορθογραφικό λάθος (γιατί, ακόμα κι αν ίσχυε η προαναφερόμενη ερμηνεία που σκαρφίστηκαν οι διωκτικές αρχές για το ακρώνυμο RASH –που ούτε καν ισχύει–, θα ήταν κομματάκι παράξενο αριστεροί ακτιβιστές να έχουν γράψει λάθος τη λέξη “αναρχία”). Το καταστατικό αυτής της “οργάνωσης”, το οποίο επίσης φυτεύτηκε στην πάροδο των αστυνομικών ερευνών, προβλέπει μια ιεραρχική δομή, άνευ όρων υποταγή στον αρχηγό, ακόμα και τιμωρία για ανυπάκουα μέλη. Αυτοί οι “κανόνες” είναι οπωσδήποτε ασυμβίβαστοι με τις αριστερές απόψεις και τα ιδεώδη της ελευθερίας και της ισότητας που ασπάζονται οι σύντροφοί μας.

Το δεύτερο τμήμα της εγκληματικής υπόθεσης, που εισφέρει βίαιες ενέργειες ενάντια σε νεοναζί, είναι επίσης γεμάτο με κατασκευάσματα και αντιφάσεις. Ο Πάβελ Κριβόνοσοφ και ο Αρτέμ Μπίστροφ έχουν ακλόνητο άλλοθι για τη χρονική περίοδο όπου τάχα επιτέθηκαν σε ακροδεξιούς, και τα περισσότερα απ’ τα θύματα δεν τους αναγνώρισαν ως δράστες. Όσον αφορά την επίθεση στο νεοναζί Ντμίτρι Ρέντκιν από τους αντιφασίστες Ολέγκ Γκεμπάρουκ και Ντμίτρι Κόλεσοφ (κατηγορία την οποία αποδέχτηκαν ειλικρινώς και οι δύο), επρόκειτο για ένα συνηθισμένο καβγά έξω από ένα μπαρ και μακράν απέχει από προμελετημένη πολιτική δράση. Γιατί όμως η πολιτική αστυνομία ξεχώρισε αυτούς τους άντρες για να τους φορτώσει τη δίωξη; Διότι αποσκοπεί στην παραδειγματική τους τιμωρία, μιας και ποτέ δεν έκρυψαν τις αντιφασιστικές, αριστερές και αντικαθεστωτικές τους απόψεις».

Παραθέτοντας την κινηματική δράση των διωκόμενων αντιφασιστών, οι αλληλέγγυοι/-ες διευκρίνιζαν πως ο Αρτέμ Μπίστροφ τελούσε υπό κατ’ οίκον περιορισμό από τα τέλη Απρίλη του 2011, ενώ ο Άλμπερτ Γκαϊνούτντινοφ είχε καταφύγει στην παρανομία για να μη συλληφθεί και βασανιστεί:

«Ο Αρτέμ Μπίστροφ είναι ο κύριος κατηγορούμενος. Από τα τέλη Απρίλη του 2011 ο Μπίστροφ βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό. Συμμετείχε για πολλά χρόνια στο κίνημα “Τρόφιμα, όχι βόμβες” (Food Not Bombs, που διανέμει δωρεάν γεύματα, ρούχα και φάρμακα σε ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη). Όπως ο σύντροφός του Πάβελ Κριβόνοσοφ, ο Αρτέμ Μπίστροφ είναι αντιφασίστας, αριστερός κοινωνικός ακτιβιστής και οικολόγος. Οι Μπίστροφ και Κριβόνοσοφ συμμετείχαν στην οργάνωση και περιφρούρηση αντιφασιστικών συναυλιών, όπως και σε διαδηλώσεις για τα δικαιώματα των ζώων και το περιβάλλον, σε αντιπυρηνικές και σε αντιφασιστικές διαμαρτυρίες.

Η πολιτική αστυνομία έχει δηλώσει πως ο Άλμπερτ Γκαϊνούτντινοφ δεν είναι μονάχα ιδρυτής και αρχηγός της πλασματικής “εξτρεμιστικής οργάνωσης”, αλλά και δημιουργός της ιστοσελίδας streetmob.org. Προφανώς, οι διωκτικές αρχές του Νίζνι Νοβγκόροντ τρέφουν μια προσωπική έχθρα προς τη συγκεκριμένη ιστοσελίδα, αφού μεταξύ άλλων εκθέτει και τα δικά τους εγκλήματα – περιστατικά βασανισμών εις βάρος αντιφασιστών, αναρχικών και αντιπολιτευόμενων ακτιβιστών. Για την ώρα ο Γκαϊνούτντινοφ έχει αναγκαστεί να κρύβεται· γνωρίζει πολύ καλά πως, άμα συλληφθεί, απειλείται με φυσική βία και βασανιστήρια από τα όργανα του Αντιεξτρεμιστικού Κέντρου “Ε” (κι αυτό οι μπάτσοι το δηλώνουν ανοιχτά, υποβάλλοντας απειλητικά σχόλια στην ίδια ιστοσελίδα).

Ο Ντμίτρι Κόλεσοφ είναι μουσικός σε χάρντκορ μπάντα, ο οποίος επίσης δεν κρύβει τις αντιφασιστικές του πεποιθήσεις.

Λόγω έλλειψης εμπειρίας ο Ολέγκ Γκεμπάρουκ, κάτω από τις πιέσεις και τις απειλές των μπάτσων, ομολόγησε τη συμμετοχή του όχι μόνο στον καβγά έξω από το μπαρ, αλλά και στη μυθοπλαστική “εξτρεμιστική κοινότητα” (επομένως, παύουμε να τον στηρίζουμε).

Η ενοχή των υπόλοιπων κατηγορουμένων έγκειται ακριβώς στο γεγονός πως αρνήθηκαν να γίνουν ρουφιάνοι, έστω κι αν οι μπάτσοι τούς υπέβαλαν σε βασανιστήρια και προσπάθησαν να τους κάνουν να μιλήσουν κατά την ανάκριση. Είναι ένοχοι γιατί αρνήθηκαν να ανεχτούν την αστυνομική αυθαιρεσία και την ανεξέλεγκτη νεοναζιστική βία στους δρόμους μας. Είναι ένοχοι γιατί νοιάζονται για τα πιο κρίσιμα κοινωνικά, περιβαλλοντικά και πολιτικά ζητήματα».

πηγή

Τελευταίες ενημερώσεις, 2 Νοέμβρη 2012

Στις 18 Οκτώβρη 2012 ένα ρωσικό ειδησεογραφικό πρακτορείο μετέδωσε την είδηση ότι το δικαστήριο του Νίζνι Νοβγκόροντ αρνήθηκε να επιβάλει ποινή στους κατηγορουμένους της λεγόμενης υπόθεσης «Antifa-RASH». Η δικαστής Όλγκα Κολοβέροφα απαίτησε επανάληψη της αστυνομικής έρευνας γύρω απ’ την υπόθεση, ώστε να αποκλειστούν οι μέχρι τώρα πρόδηλες αντιφάσεις.

Σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή, σκοπός εκείνων που συμμετείχαν στην εξτρεμιστική οργάνωση «Antifa-RASH» ήταν η ανατροπή της συνταγματικής τάξης και η εγκαθίδρυση της αναρχίας. Σύμφωνα με τους κατηγορουμένους, η οργάνωση αυτή είναι φανταστική, δεν υπήρξε ποτέ. Πρόκειται δηλαδή για κατασκεύασμα της πολιτικής αστυνομίας, συγκεκριμένα του Αντιεξτρεμιστικού Κέντρου «Ε» της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων (GUVD).

Στη δίκη απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε τρία άτομα, στους Πάβελ Κριβόνοσοφ, Ντμίτρι Κόλεσοφ και Ολέγκ Γκεμπάρουκ. Εκτός από αυτούς, οι Άλμπερτ Γκαϊνούτντινοφ και Αρτέμ Μπίστροφ θεωρούνται ακόμη ύποπτοι, μα έχουν εκδοθεί εντάλματα σύλληψης εις βάρος τους καθώς είναι άγνωστο το πού βρίσκονται αυτήν τη στιγμή.

Όλοι οι διωκόμενοι έχουν καταθέσει ότι γνώριζαν ελάχιστα ο ένας τον άλλον πριν την εμπλοκή τους στην υπόθεση.

Η πλευρά της εισαγγελίας διατείνεται πως ο Άλμπερτ Γκαϊνούτντινοφ σύστησε μόνος του μια εξτρεμιστική οργάνωση και κατόπιν στρατολόγησε άλλα μέλη. Συμμετέχοντες στην οργάνωση σχεδίαζαν να επιτεθούν σε «κοινωνικές ομάδες εύπορων πολιτών» και σε «σκινάδες χούλιγκαν του ποδοσφαίρου». Η κατηγορούσα αρχή δεν παρείχε καμία εμπειρογνωμοσύνη για την ύπαρξη τέτοιων ομάδων, με την τυπική έννοια που απαιτεί το γράμμα του ρωσικού αντιεξτρεμιστικού νόμου, κατά τον οποίο η «υποκίνηση μίσους ενάντια σε εθνοτικές, θρησκευτικές ή κοινωνικές ομάδες» αποτελεί ποινικά κολάσιμο αδίκημα.

Ο εισαγγελέας επικαλέστηκε τρία περιστατικά διάπραξης βίας. Οι Κριβόνοσοφ και Μπίστροφ φέρονται να επιτέθηκαν στο χούλιγκαν Σεργκέι Αλέξιν (νεοναζί που ’ναι γνωστότερος ως «Σίμπσον») και στη συνοδό του. Οι Κόλεσοφ, Γκεμπάρουκ, Γκαϊνούτντινοφ και Μπίστροφ κατηγορούνται πως επιτέθηκαν στον εθνικιστή Ντμίτρι Ρέντκιν, κι επιπλέον, ο Γκαϊνούτντινοφ φέρεται να επιτέθηκε στον Ολέγκ Καλίνιν.

Τα θύματα κατήγγειλαν τις βίαιες επιθέσεις στην αστυνομία αρκετούς μήνες αφότου είχαν συμβεί. Σύμφωνα με την υπεράσπιση, οι καταθέσεις είναι προϊόν της πίεσης που ασκήθηκε από το Κέντρο «E». Ένας γνώριμος του Ρέντκιν κατέθεσε ότι η (ψευδο)μαρτυρία του τελευταίου υπαγορεύτηκε απ’ τους μπάτσους μέσα σ’ ένα όχημα ενώ τον πήγαιναν για ανάκριση.

Ο Κριβόνοσοφ αρνείται όλες τις κατηγορίες. Κατέθεσε, μάλιστα, ότι ο ίδιος βρισκόταν σε διαφορετικό σημείο της πόλης την ώρα που σημειώθηκε ο ξυλοδαρμός εναντίον του Αλέξιν και της κοπέλας του.

Οι Γκεμπάρουκ και Κόλεσοφ παραδέχτηκαν τη συμπλοκή τους με τον Ρέντκιν ενώπιον των Αρχών, αλλά είπαν ότι η συγκεκριμένη πράξη δεν ενείχε πολιτικά κίνητρα.

Οι κατηγορούμενοι αρνούνται οποιαδήποτε συμμετοχή τους στην οργάνωση «Antifa-RASH». Κατά τη διάρκεια των ερευνών βρέθηκαν κάρτες μέλους της οργάνωσης στα σπίτια τους – με την εξαίρεση του Κόλεσοφ. Οι κατηγορούμενοι όμως ισχυρίζονται ότι αυτά τα «κουπόνια» είναι πλαστά ευρήματα των μπάτσων. Ο δικηγόρος υπεράσπισης Ντμίτρι Ντίνζε ζήτησε να διερευνηθεί η περίπτωση οι κάρτες μέλους να έχουν τυπωθεί σε κάποιο τοπικό αστυνομικό τμήμα, αλλά το αίτημά του δεν έγινε δεκτό.

Στο δικαστήριο ο κύριος μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή, ονόματι Αλεξάντρ Τσέρνι, απέσυρε την κατάθεσή του. Δήλωσε ότι έδωσε κατάθεση υπό την πίεση των μπάτσων. Ο ανακριτής, εν τω μεταξύ, ισχυρίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου ότι ο Τσέρνι παρουσιάστηκε μόνος του στην ανάκριση, αλλά δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πώς ο μάρτυρας μπόρεσε να περάσει ολομόναχος από τα σημείου ελέγχου και ασφαλείας του κτηρίου. Ο Τσέρνι αποκρίθηκε ότι οδηγήθηκε προς ανάκριση συνοδεία αστυνομικών.

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας τόσο η υπεράσπιση όσο και οι κατηγορούμενοι επισήμαναν την πληθώρα αντιφάσεων που προκύπτουν από τη δικογραφία. Ο δικηγόρος Ντίνζε αναφέρθηκε σε μια απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας σύμφωνα με την οποία μία εξτρεμιστική οργάνωση δεν είναι δυνατόν να ιδρυθεί από ένα και μόνο πρόσωπο, αλλά βάσει του κατηγορητηρίου ο Γκαϊνούτντινοφ σύστησε την οργάνωση μόνος του.

Επίσης, στα υλικά πειστήρια, τ’ όνομα της οργάνωσης αναγράφεται εσφαλμένα, ως Red anarhia skinheads. Ο συνήγορος υπεράσπισης επιχειρηματολόγησε ότι, ακόμη κι αν υπήρχε η οργάνωση, θα ήταν αδιανόητο αντιφασίστες να έχουν κάνει ένα τέτοιο ορθογραφικό λάθος. Επιπλέον, η έρευνα απέτυχε να καταδείξει πότε ακριβώς ιδρύθηκε η οργάνωση και αν εξακολουθεί να είναι ενεργή.

Σύμφωνα με τον Ντμίτρι Ντίνζε, η απόφαση της δικαστού Όλγκα Κολοβέροφα βασίστηκε στην τελική αγόρευση της υπεράσπισης και δεν ήταν παρά η σολομώντεια λύση, καθώς αφενός οι κατηγορούμενοι δεν καταδικάστηκαν, αφετέρου όμως οι κατηγορίες δεν αποσύρθηκαν, έτσι τελικά «η ευθύνη της επίλυσης αυτών των ασυναρτησιών πέρασε στα χέρια των ίδιων εκείνων Αρχών που ευθύνονται εξαρχής γι’ αυτή την ασυνάρτητη κατάσταση».

Ο εισαγγελέας ζήτησε 5 χρόνια φυλάκισης για τον Κριβόνοσοφ, 4 χρόνια για τον Κόλεσοφ, και για τον Γκεμπάρουκ πρόστιμο 20.000 ρουβλιών και τριετή ποινή φυλάκισης. Τώρα, είτε οι ανακριτές θα παγώσουν την έρευνα είτε θα αποσύρουν ολότελα την υπόθεση, ή θα την επανεισάγουν στο δικαστήριο. Σύμφωνα με το συνήγορο Ντίνζε, το πιο πιθανό είναι πως η υπόθεση θα θαφτεί μια και καλή.

πηγή

Σύντομο ιστορικό της νίκης στο Νίζνι Νοβγκόροντ

—του Antti Rautiainen

Τα ρωσικά ΜΜΕ παρουσίασαν την ανατροπή της υπόθεσης με μετριασμένους τίτλους, όπως «Η υπόθεση των αντιφασιστών του Νίζνι Νοβγκόροντ επιστρέφει στους ανακριτές», έτσι πολλοί δεν αντιλήφθηκαν ότι, μέχρι στιγμής, αυτή ήταν επί της ουσίας η πιο γλυκιά νίκη του ρωσικού αντιφασιστικού κινήματος για φέτος.

Είναι αρκετά απίθανο να επιστρέψει η υπόθεση στο δικαστήριο. Ως συνήθως, η δικαστής δεν είχε το σθένος να καταδείξει τις εγκληματικές πρακτικές της αστυνομίας. Έτσι, το πιο πιθανό είναι η υπόθεση να θαφτεί ησύχως κατά τη διάρκεια της νέας έρευνας, και να μην αποδοθούν ευθύνες για τα μαρτύρια και την ψυχολογική βία που υπέστησαν επί ενάμιση χρόνο οι κατηγορούμενοι και θα συνεχίσουν να υφίστανται για ένα αδιευκρίνιστο χρονικό διάστημα, ιδίως δύο εκ των διωκόμενων που αναγκάστηκαν να βγουν στην παρανομία και να εγκαταλείψουν τον τόπο διαμονής τους.

Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ αυτή την εξέλιξη μια εξαιρετικά γλυκιά νίκη για το λόγο ότι ήταν σχεδόν αδύνατον να οργανωθεί μια δυναμική κίνηση αλληλεγγύης γι’ αυτή την υπόθεση. Είναι τελείως διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να στηθεί μια καμπάνια όταν υπάρχει ένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς, όπως o αγώνας του Κίμκι, ή όταν διώκεται ένας αντιφασίστας που όλοι γνωρίζουν, όπως ο Αλεξέι Ολεσίνοφ, απ’ όταν στήνεται μια κίνηση αλληλεγγύης σε μια πόλη της περιφέρειας για άτομα που σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει και που δεν έχουν φυλακιστεί λόγω συμμετοχής τους σε κάποιο σημαντικό κίνημα διαμαρτυρίας, αλλά διώκονται μόνο και μόνο γιατί η επιδίωξη του κράτους είναι να συνθλίψει ακόμα και τους πιο μικρούς πυρήνες αντίστασης.

Δεν ισχυρίζομαι ότι η κίνηση για τους ομήρους του Κίμκι ήταν μαζική, αλλά υπήρχε τουλάχιστον μια κινητικότητα, και ποτέ δεν ένιωσα ότι δε νοιαζόταν κανείς για το θέμα. Απεναντίας, η πορεία μας στη Μόσχα (στα τέλη Ιούνη του 2011) για τους συντρόφους του Νίζνι Νοβγκόροντ μάζεψε 15 περίπου άτομα, κι έτσι από την άνοιξη του 2011 ήταν πλέον σαφές πως τα καλέσματα για «μέρες δράσης» δεν είχαν πλέον κανένα νόημα, και το καλύτερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να επικεντρωθούμε στη διάδοση αντιπληροφόρησης και σε κινήσεις οικονομικής ενίσχυσης.

Κι αυτή υπήρξε η πιο πολυδάπανη υπόθεση διώξεων στα 9 χρόνια ύπαρξης του Αναρχικού Μαύρου Σταυρού της Μόσχας. Παρ’ ότι ήταν σαφές ακόμη και στους φιλελεύθερους ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων ότι επρόκειτο για μια εξόφθαλμη περίπτωση παγίδευσης αγωνιστών, η οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων Agora δεν παρείχε νομική κάλυψη. Μόνο οι ίδιοι γνωρίζουν τους λόγους, αλλά έχω την υπόνοια ότι απλώς δε διέθεταν αρκετά χρήματα εκείνη την εποχή. Μετά από μισό χρόνο κι ενώ συνεχίζονταν οι έρευνες, οι οικονομίες των ακτιβιστών από το Νίζνι Νοβγκόροντ είχαν εξαντληθεί, και το μόνο που μπόρεσαν να κάνουν από εκείνο το σημείο κι έπειτα ήταν να συγκεντρώσουν μετά βίας κάποια μικροποσά, και πρέπει να τους αναγνωριστεί η σκληρή δουλειά που έριξαν – γιατί είναι συχνό φαινόμενο οι εκάστοτε κατηγορούμενοι να πέφτουν σε πλήρη απάθεια όσο οι έρευνες τραβούν σε μάκρος. Όταν πλέον όλα τα οικονομικά περιθώρια είχαν εξαντληθεί, οι Ένωση Πολιτικών Κρατουμένων, Memorial και Agora κάλυψαν τα έξοδα μετακίνησης των δικηγόρων, ωστόσο ο Αναρχικός Μαύρος Σταυρός της Μόσχας ξόδεψε τελικά περισσότερα απ’ ό,τι όλες αυτές οι οργανώσεις μαζί. Δαπανήσαμε πόρους από το δικό μας ταμείο, αλλά ταυτόχρονα βοηθήσαμε να μεταφερθούν μετρητά που είχαν συγκεντρωθεί σε εκδηλώσεις αλληλεγγύης στο εξωτερικό, π.χ. στις Βρυξέλλες και στο Λονδίνο.

Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της ομάδας μας που είχαμε μια τέτοια ευθύνη. Στο παρελθόν προτιμούσαμε να ενισχύουμε πολλές υποθέσεις μαζί, συνεισφέροντας από μικρά ποσά κάθε φορά (αντί να βάζουμε πολλά λεφτά σε λιγοστές μονάχα περιπτώσεις). Μέχρι πριν από πέντε χρόνια, συνηθίζαμε να συνεισφέρουμε εκατό ευρώ στην κάθε υπόθεση. Σε καθεμία απ’ αυτές τις περιπτώσεις με τις οποίες ασχοληθήκαμε πριν το Νίζνι Νοβγκόροντ τα έξοδα βάραιναν κυρίως τους συγγενείς και φίλους των κατηγορουμένων, ενώ εμείς είχαμε πολύ μικρή συμμετοχή.

Επιλέξαμε να καλύψουμε την αμοιβή του δικηγόρου Ντμίτρι Ντίνζε προκειμένου ν’ αναλάβει τον Πάβελ Κριβόνοσοφ, επειδή ο Κριβόνοσοφ κατηγορούνταν εξαρχής βάσει της «διάταξης περί εξτρεμισμού». Επίσης, εν αντιθέσει με τον Μπίστροφ, που είχε ως συνήγορο έναν γνωστό της οικογενείας του, ο Κριβόνοσοφ είχε αρκεστεί σε δικηγόρο διορισμένο από το κράτος κατά τον πρώτο μισό χρόνο.

Επειδή δυο άλλοι κατηγορούμενοι, που διέμεναν στο Νίζνι Νοβγκόροντ, είχαν ήδη μιλήσει στις Αρχές κι είχαν χάσει την ηθική τους υπόσταση, εστιάσαμε τη συμπαράστασή μας στους Κριβόνοσοφ και Μπίστροφ.

Ο Ντμίτρι Ντίνζε είναι πολύ γνωστός δικηγόρος εδώ πέρα, κι έχει υπερασπιστεί επιτυχώς π.χ. μέλη της ομάδας καλλιτεχνών Voina. Δεν ήταν μια εύκολη απόφαση να απευθυνθούμε στον Ντίνζε, καθώς κοστίζει ασύγκριτα περισσότερα απ’ όσα χρεώνει ένας επαρχιακός δικηγόρος, και η μεθοδολογία του απαιτεί εκθέσεις εμπειρογνωμόνων που επίσης κοστίζουν. Άλλωστε, χρειαζόντουσαν χρήματα για τα ταξίδια του από και προς το Νίζνι Νοβγκόροντ, κι όσο η υπόθεση παρατεινόταν, τόσο τα έξοδα μετακίνησης συσσωρεύονταν. Ήταν κιόλας σαφές ότι, εφόσον επιλέγαμε τον Ντίνζε για την υπεράσπιση του Κριβόνοσοφ, θα ήταν αδύνατον να καλύψουμε τη δαπάνη αλλαγής δικηγόρου του Μπίστροφ σε περίπτωση ανάγκης. Όπως όμως φάνηκε στο τέλος, ο οικογενειακός γνωστός στάθηκε πολύ καλύτερος δικηγόρος απ’ ό,τι συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, κι επίσης αποδείχτηκε ότι ορθά προσλάβαμε τον Ντίνζε γιατί ήταν κυρίως λόγω των δικών του προσπαθειών που η υπόθεση κατέρρευσε στο δικαστήριο.

Το Νίζνι Νοβγκόροντ δεν είναι ούτε Μόσχα ούτε Αγία Πετρούπολη, και φοβόμασταν πως πρόκειται για τόσο αποκομμένη κι άγρια περιφέρεια, ώστε εκεί η αστυνομία και οι λοιπές τοπικές αρχές ελέγχουν πλήρως τους δικαστές, κι όλο το σάπιο σύστημα λειτουργεί ρολόι όταν είναι να φυλακιστεί κάποιος που οι ανθρωποδιώκτες έχουν βάλει στο μάτι. Όμως δε συνέβη κάτι τέτοιο: τουλάχιστον για την ώρα, τέτοιες κατάφωρες περιπτώσεις κακοδικίας δεν είναι εφικτό να τσουλήσουν ούτε στο Νίζνι Νοβγκόροντ.

Είναι συχνά λυπηρό που μερικοί θεωρούν τους δικηγόρους ως απόλυτους λυτρωτές, που μερικοί υπολογίζουν μόνο στη βοήθεια των δικηγόρων τους, κι ακολουθούν τυφλά ακόμα και τις πιο ηλίθιες νομικές συμβουλές, όπως το να διατηρήσουν χαμηλούς τόνους ακόμα κι όταν πρόκειται ξεκάθαρα για μια πολιτική υπόθεση. Παρ’ όλα αυτά, η περίπτωση του Νίζνι Νοβγκόροντ χρησιμεύει ως ένα απτό παράδειγμα του τι μπορεί να πετύχει ένας καλός δικηγόρος ακόμα κι όταν δεν υπάρχει η δυναμική για να στηθεί ισχυρό κίνημα αλληλεγγύης γύρω από μια πολιτική δίκη, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Φυσικά και μας ενδυναμώνει πολύ περισσότερο κάθε κατάκτηση που έχει κερδηθεί μέσω ενός μαζικού κινήματος, αλλά κάθε είδους νίκη σε αυτό το επίπεδο είναι καλύτερη απ’ την ήττα.

πηγή

περισσότερα σχετικά άρθρα, στ’ αγγλικά, στο avtonom

No Comments “Ρωσία: Νομική νίκη στο Νίζνι Νοβγκόροντ – Επανεξέταση της υπόθεσης που είχε κινηθεί ενάντια σε αντιφασίστες”